μαστιάω
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
= μαστίζω, only in Ep. part. μαστιόων, Hes.Sc.431.
German (Pape)
= μαστίζω, ὤμους οὐρῇ μαστιόων, Hes. Sc. 431.
Russian (Dvoretsky)
μαστιάω: (только part. praes. μαστιόων) хлестать, бить (πλευράς τε καὶ ὤμους οὐρῇ Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
μαστιάω: μαστίζω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχῇ μαστιόων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431.
Greek Monotonic
μαστιάω: = μαστίζω, μόνο στην Επικ. μτχ. μαστιόων, σε Ησίοδ.