καταιγίδα

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

η (AM καταιγίς, -ίδος)
ραγδαία βροχή με σφοδρό άνεμο, αστραπές και κεραυνούς, θύελλα
μσν.
(για τις ορέξεις και τα πάθη) ορμή, σφοδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιγίζω].