ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
η (AM καταιγίς, -ίδος)ραγδαία βροχή με σφοδρό άνεμο, αστραπές και κεραυνούς, θύελλαμσν.(για τις ορέξεις και τα πάθη) ορμή, σφοδρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιγίζω].