βλαστέω

From LSJ
Revision as of 14:39, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

German (Pape)

[Seite 447] erzeugen, Aesch. Ch. 582 zw.; βλαστουμένη Soph. frg. Thyest. 6. Bei Sp. = βλαστάνω 1); βλάστεον Ap. Rh. 4, 1425. S. ἐβλάστησα.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
1 intr. germer, pousser, croître;
2 tr. faire germer, faire naître.
Étymologie: cf. βλαστάνω.

Russian (Dvoretsky)

βλαστέω:
1 досл. выращивать, перен. возжигать Aesch.;
2 med. произрастать, вырастать Soph.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστέω: σπανιώτερος τύπος τοῦ βλαστάνω, συχνάκις ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰσαγόμενος εἰς τὰ χειρόγραφα ἀντὶ τῶν τοῦ ἀορ. β τύπων βλάστῃ, βλαστών· ἀλλ΄ ἀπαντᾷ παρὰ συγγραφ. τοῦ μεταγενεστέρου Ἑλληνισμοῦ, ὡς ὁ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17· βλαστήσομαι Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 6· βλαστηθείς Φίλων 1. 667· τὰ δὲ βλαστοῦσι ἐν Αἰσχύλ. Χο. 589 καὶ βλαστουμένη ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 239 φαίνονται ἐφθαρμένα.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. βλάστεσκε S.Fr.546.3]
brotar, surgir, crecer βλαστεῖ ... δένδρεα Lyr.Adesp.114, cf. Thphr.CP 2.17.4, Eus.LC 13, βλάστουσι ... λαμπάδες πεδάοροι A.Ch.589 (var., v. βλάπτω I 2), cf. S.l.c., en v. med. mismo sent. τέμνεται βλαστουμένη ὀπώρα S.Fr.255.7.

Greek Monotonic

βλαστέω: μεταγεν. τύπος του βλαστάνω, συχνά εισαγόμενος από τους αντιγραφείς για τους τύπους του αορ. βʹ βλαστεῖν, βλαστών.

Middle Liddell


late form of βλαστάνω, often introduced by Copyist for the aor2 forms βλαστεῖν, βλαστών.