Ἀμφικτυονικός

From LSJ
Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀμφικτυονικός Medium diacritics: Ἀμφικτυονικός Low diacritics: Αμφικτυονικός Capitals: ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: Amphiktyonikós Transliteration B: Amphiktyonikos Transliteration C: Amfiktyonikos Beta Code: *)amfiktuoniko/s

English (LSJ)

Ἀμφικτυονική, Ἀμφικτυονικόν, belonging to the Amphictyons or their League, Ἀμφικτυονικαὶ δίκαι = trials in the court of Amphictyons, D.18.322: ἱερά offerings made at their meeting, Lexap.eund. 23.37; πόλεμος D.18.143; τὰ χρήματα τὰ Ἀμφικτυονικά IG2.545.6; Ἀμφικτυονικὸν ἔγκλημα IG12(5).526.4 (Ceos, iii B. C.).

French (Bailly abrégé)

v. Ἀμφικτιονικός.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας ἢ εἰς τὸν σύνδεσμον αὐτῶν, Ἀμφ. δίκαι, αἱ ἐν τῷ συνεδρίῳ αὐτῶν δίκαι, Δημ. 331. 29· ἱερὰ Ἀμφ., προσφοραὶ ἢ θυσίαι γινόμεναι κατὰ τὴν σύνοδον τῶν Ἀμφικτυόνων, Νόμ. παρὰ Δημοσθ. 632. 1· πόλεμος Ἀμφ. Δημ. 275. 20· τὰ χρήματα τὰ Ἀμφ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 7, πρβλ. 26· Ἀμφ. ἔγκλημα 2350. 4.

Greek Monotonic

Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, Αμφικτυονικός, αυτός που ανήκει στους Αμφικτύονες, σε Δημ.

Middle Liddell

Amphictyonic, of the Amphictyons, Dem.