κορσωτεύς

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορσωτεύς Medium diacritics: κορσωτεύς Low diacritics: κορσωτεύς Capitals: ΚΟΡΣΩΤΕΥΣ
Transliteration A: korsōteús Transliteration B: korsōteus Transliteration C: korsotefs Beta Code: korswteu/s

English (LSJ)

-έως, = κορσωτήρ.

Greek Monolingual

κορσωτεύς, -έως, ὁ (Α)
κουρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κορσωτήρ με την κατάλ. -εύς, που απαντά κυρίως σε μετονοματικά παρ.].

German (Pape)

ὁ, der Scherer, Bartscherer, bei Ath. XII.520e.