τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Full diacritics: κορσωτεύς | Medium diacritics: κορσωτεύς | Low diacritics: κορσωτεύς | Capitals: ΚΟΡΣΩΤΕΥΣ |
Transliteration A: korsōteús | Transliteration B: korsōteus | Transliteration C: korsotefs | Beta Code: korswteu/s |
-έως, = κορσωτήρ.
κορσωτεύς, -έως, ὁ (Α)
κουρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κορσωτήρ με την κατάλ. -εύς, που απαντά κυρίως σε μετονοματικά παρ.].
ὁ, der Scherer, Bartscherer, bei Ath. XII.520e.