ἐπιστολεύς

Revision as of 17:33, 10 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἐπιστολέως, ὁ, (ἐπιστολή)
A secretary, τοῦ Αὐτοκράτορος IG14.1085; also in Persia, Suid. s.v. ἐπιστέλλει.
II. among the Spartans, admiral second in command, vice-admiral, X.HG2.1.7,4.8.11, Plu.Lys.7; he carries dispatches, X.HG1.1.23.

German (Pape)

[Seite 984] ὁ, 1) der Unteradmiral, zweiter Schiffsbefehlshaber bei den Lacedämoniern, Xen. Hell. 1, 1, 23. 2, 1, 7; Plut. Lys. 7; vgl. Poll. 1, 96. – 2) Sp. auch Briefschreiber, Briefträger.

French (Bailly abrégé)

ἐπιστολέως (ὁ) :
commandant en second d'une escadre, vice-amiral à Lacédémone.
Étymologie: ἐπιστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολεύς: έως ὁ
1 писец или гонец Xen.;
2 (у лакедемонян), помощник командующего флотом Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολεύς: ἐπιστολέως, ἡ, (ἐπιστολὴ) γραμματεύς, τοῦ Αὐτοκράτορος Συλλ. Ἐπιγρ. 5900, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιστέλλω. ΙΙ. παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις, ὑποναύαρχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 7., 4. 8, 11, κτλ.· φαίνεται δὲ ὅτι οὗτος ἦτο καὶ κομιστὴς ἐπιστολῶν (ἐπιστολιαφόρος), αὐτόθι 6. 2, 25, πρβλ. 1. 1, 23.

Greek Monotonic

ἐπιστολεύς: ἐπιστολέως, ἡ,
I. γραμματέας, επίσης, αγγελιαφόρος, ταχυδρόμος, σε Ξεν.
II. στους Σπαρτιάτες, αντιναύαρχος, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπιστολεύς, έως,
I. secretary: also a courier, Xen.
II. among the Spartans, a vice-admiral, Xen. [from ἐπιστολή