αντιναύαρχος

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

ο
ανώτατος βαθμός στο πολεμικό ναυτικό, αντίστοιχος με τον αντιστράτηγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. «αντί + ναύαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες ως απόδοση του γαλλ. viceamiral].