κατάρβυλος

From LSJ
Revision as of 14:39, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρβῠλος Medium diacritics: κατάρβυλος Low diacritics: κατάρβυλος Capitals: ΚΑΤΑΡΒΥΛΟΣ
Transliteration A: katárbylos Transliteration B: katarbylos Transliteration C: katarvylos Beta Code: kata/rbulos

English (LSJ)

κατάρβυλον, (ἀρβύλη) reaching down to the shoes, Χλαῖναι S.Fr. 622:—also καθάρβυλος, Χλανίς Hsch.

German (Pape)

[Seite 1374] bis auf die Schuhe herabreichend, χλαῖνα Soph. frg. 559.

Russian (Dvoretsky)

κατάρβῠλος: доходящий до обуви, т. е. ниспадающий до пят, длиннополый (χλαῖνα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάρβῠλος: -ον, (ἀρβύλη), ἐξικνούμενος, καθήκων ἢ φθάνων μέχρι τῶν ἀρβυλῶν (πεδίλων), ποδήρης, χλαῖνα Σοφ. Ἀποσπ. 559· «ὥστε καὶ ἐπὶ τὰς ἀρβύλας χαλᾶσθαι» ἔτι καὶ καθάρβυλος, Ἡσύχ., πρβλ. ποδήρης.

Greek Monolingual

κατάρβυλος και καθάρβυλος, -ον (Α)
αυτός που φτάνει μέχρι τα πέδιλα («χλαῖνα κατάρβυλος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀρβύλη «υπόδημα που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους»].