ἀτεκνόω
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
make childless:—Pass., ἀτεκνοῦμαι, of the earth, to be barren, LXX 4 Ki.2.19.
Spanish (DGE)
1 tr. privar de hijos, de descendencia πάτρα γάρ μ' ἀτέκνωσε IMEG 13.11, Αἴγυπτον ἠτέκνωσας Melit.Pasch.231, cf. 17, en v. pas., LXX Ge.27.45, Os.9.12, Melit.Pasch.92
•fig. τὴν ἀδικίαν ἀτεκνώσας Melit.Pasch.487
•abs. esterilizar la tierra τὰ Ἰεριχούντια ῥεύματα ἀτεκνοῦντα Isid.Pel.Ep.M.78.189B, τῆς ἀτεκνούσης πηγῆς Const.App.7.37.3.
2 intr. ser estéril de ovejas, LXX Ca.4.2.
German (Pape)
[Seite 384] kinderlos machen, Anth. XIV, 40.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre stérile.
Étymologie: ἄτεκνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεκνόω: καθιστῶ τινα ἄτεκνον, Εὐστ. Πονημάτ. 306. 55: - Παθ. στεροῦμαι τῶν τέκνων μου, Ἀνθ. Π. 14, 40 - ἐπὶ γῆς, εἶμαι ἄγονος, Ἑβδ. (Δ΄, Βασ. β΄, 19), ἔνθα διάφ. γρ. ἀτεκνουμένη, ἀλλὰ πρβλ. τὴν νέαν ἐκ τοῦ Ἑβρ. μετάφρ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρείας. ― Οὐσιαστ., ἀτέκνωσις, ἡ, στείρωσις, Βασιλ. τ. 2. σ. 121Α.
Greek Monotonic
ἀτεκνόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον άτεκνο — Παθ., στερούμαι τα παιδιά μου, σε Ανθ.
Middle Liddell
to make childless:— Pass. to be deprived of children, Anth.