ἀτεκνόω

From LSJ
Revision as of 11:18, 15 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτεκνόω Medium diacritics: ἀτεκνόω Low diacritics: ατεκνόω Capitals: ΑΤΕΚΝΟΩ
Transliteration A: ateknóō Transliteration B: ateknoō Transliteration C: ateknoo Beta Code: a)tekno/w

English (LSJ)

make childless:—Pass., ἀτεκνοῦμαι, of the earth, to be barren, LXX 4 Ki.2.19.

Spanish (DGE)

1 tr. privar de hijos, de descendencia πάτρα γάρ μ' ἀτέκνωσε IMEG 13.11, Αἴγυπτον ἠτέκνωσας Melit.Pasch.231, cf. 17, en v. pas., LXX Ge.27.45, Os.9.12, Melit.Pasch.92
fig. τὴν ἀδικίαν ἀτεκνώσας Melit.Pasch.487
abs. esterilizar la tierra τὰ Ἰεριχούντια ῥεύματα ἀτεκνοῦντα Isid.Pel.Ep.M.78.189B, τῆς ἀτεκνούσης πηγῆς Const.App.7.37.3.
2 intr. ser estéril de ovejas, LXX Ca.4.2.

German (Pape)

[Seite 384] kinderlos machen, Anth. XIV, 40.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre stérile.
Étymologie: ἄτεκνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεκνόω: καθιστῶ τινα ἄτεκνον, Εὐστ. Πονημάτ. 306. 55: - Παθ. στεροῦμαι τῶν τέκνων μου, Ἀνθ. Π. 14, 40­­­ - ἐπὶ γῆς, εἶμαι ἄγονος, Ἑβδ. (Δ΄, Βασ. β΄, 19), ἔνθα διάφ. γρ. ἀτεκνουμένη, ἀλλὰ πρβλ. τὴν νέαν ἐκ τοῦ Ἑβρ. μετάφρ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρείας.­­­­­­­ ― Οὐσιαστ., ἀτέκνωσις, ἡ, στείρωσις, Βασιλ. τ. 2. σ. 121Α.

Greek Monotonic

ἀτεκνόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον άτεκνο — Παθ., στερούμαι τα παιδιά μου, σε Ανθ.

Middle Liddell

to make childless:— Pass. to be deprived of children, Anth.