ἐκροφέω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
drink out, gulp down, cj. in Ar.Eq.701, cf. Pl.Com.149, Arist.HA612a30; swill, Jul.Caes.318c: metaph., ἐ. τὸν μισθόν Ar. V.1118.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -ρυφ- Hp.Int.6, 40
1 tragar, tomar en puré, en papilla dif. y op. ‘comer sólido’ o ‘beber líquido’ ἀλεύρου δοῦναι ἑφθοῦ δύο τρύβλια ἐκροφεῖν Hp.Int.1, cf. ll.cc., τὸ ἕψημα Pl.Com.163.2
•apurar τὸ ὕδωρ el agua de la clepsidra, Iul.Caes.318c.
2 absorber, chupar τὸν ὀπὸν τῆς πικρίδος Arist.HA 612a30, de la tierra ἐ. τὴν θάλασσαν tragar el mar Aesop.8
•sorber τὸν ἐγκέφαλον Sch.P.N.11.43b.
3 fig. devorar, soplarse, merendarse τὸν μισθόν Ar.V.1118, εἰρήνης ... τρύβλιον Ar.Ach.278 (tm.), μισθοῦ τρύβλιον Ar.Eq.905, a un rival, Ar.Eq.701, en v. pas. ἐκροφηθείη (ἡ ἰσχύς) Olymp.Iob 60.16.
German (Pape)
[Seite 778] ausschlürfen, austrinken, dem ἐκπιεῖν entsprechend, Ar. Equ. 701; τρύγας Gaetul. 9 (XI, 409), wo das ms. ἐξεφόρησε hat; übertr., τὸν μισθόν Ar. Vesp. 1118.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avaler, absorber.
Étymologie: ἐκ, ῥοφέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκροφέω:
1 впивать, всасывать, поглощать (τι Arst., Anth.);
2 ирон. пожирать (τινα и τὸν μισθόν τινος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκροφέω: ῥοφῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 701, γενόμενος ἔλαθον ἐκροφήσας Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμαχίᾳ» 4· μεταφ. ἐκρ. τὸν μισθὸν Ἀριστοφ. Σφ. 1118.
Greek Monotonic
ἐκροφέω: μέλ. -ήσω, πίνω, ρουφώ, καταπίνω, σε Αριστοφ.