ἀμφισβατέω
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
English (LSJ)
Ion. for ἀμφισβητέω, q.v.
Spanish (DGE)
(ἀμφισβᾰτέω) v. ἀμφισβητέω.
German (Pape)
[Seite 143] für ἀμφισβητέω, wird Her. 9, 74 gelesen, während 4, 14 die gew. Form steht.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ion. c. ἀμφισβητέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισβᾰτέω: ἀμφισβητέω Ἡρόδ. 9. 74, εἶναι δὲ γραφὴ τοῦ Γαισφόρδου, ἣν παρεδέχθησαν καὶ ἄλλοι ὡς ὑποστηριζομένην ἐκ τῆς ἀναλογίας τῆς λέξ. ἀμφισβασίη ἐν 8. 81· ἀλλ’ ἐν 4. 14 πάντα τὰ χειρόγρ. ἐκτὸς ἑνὸς ἔχουσιν ἀμφισβητέειν· - ἀμφισβατέειν ὅμως ἀναφέρει ὁ Ὠριγένης.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφισβᾰτέω: Her. = ἀμφισβητέω.