κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
ἔντομον: τό1 (sc. ζῷον) преимущ. pl. насекомое Arst.;2 pl. (sc. σφάγια) жертвоприношения теням усопших Her.
Ἀπό τό ἐν + τέμνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τέμνω.