βωλίον
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
τό, Dim. of βῶλος, Ar.V.203, Arist.Mir.833b14.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βώλιον Hp.Vid.Ac.6
cascote πόθεν ποτ' ἐμπέπτωκέ μοι τὸ βωλίον; Ar.V.203
•pedacito ἄνθεος χαλκοῦ βώλιον Hp.l.c., βωλία χρυσίου pepitas de oro Arist.Mir.833b15, β. μολύβδου D.S.3.14.
German (Pape)
[Seite 468] τό, dim. von βῶλος; Ar. Vesp. 203 u. Arist. ausc. mirab. 47 steht mit falschem Accent βώλιον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βωλίον -ου, τό βῶλος kluitje (aarde).
Russian (Dvoretsky)
βωλίον: τό, v.l. βῶλιον небольшой кусок, ком Arph., Arst.
Greek Monotonic
βωλίον: τό, υποκορ. του βῶλος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βωλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ βῶλος, Ἀριστοφ. Σφηξ. 203, Ἀριστ. Θαυμασ. 46.
Middle Liddell
[Dim. of βῶλος, Ar.]