μύδιον
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
τό,
A small boat, D.S.31.38 (pl.), Fest. s.v. myoparo, CIL8.27790 (Althiburos).
II small forceps, Heliod. ap. Orib.46.10.4, Philum.Ven.2.6, Aët.7.64:—also μυδιόσκελλον, τό, Id.8.27.
Greek (Liddell-Scott)
μύδιον: τό, λέμβος, πλοῖον, διάφ. γραφὴ ἐν Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 86, πρβλ, Fest. ἐν λέξ. myoparum. II. χειρουργικὸν ἐργαλεῖον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 8. ΙΙΙ = μύαξ, «μύαξ, τὸ θαλάσσιον μύδιον» Ἰατρικ. Γλωσσ. Χειρόγρ. Νεοφύτου Μοναχοῦ, κλ.
Greek Monolingual
το
βλ. μύδι.
Frisk Etymological English
See also: s. μῦς.
Frisk Etymology German
μύδιον: {múdion}
See also: s. μῦς.
Page 2,263