περιπνιγής

From LSJ
Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπνῐγής Medium diacritics: περιπνιγής Low diacritics: περιπνιγής Capitals: ΠΕΡΙΠΝΙΓΗΣ
Transliteration A: peripnigḗs Transliteration B: peripnigēs Transliteration C: peripnigis Beta Code: peripnigh/s

English (LSJ)

περιπνιγές, suffocated, choked, Nic. Th.432, J.AJ7.13.3; ὑπὸ τοῦ θνμοῦ Agatharch.76; τῇ τῆς ἀναπνοῆς φθορᾷ D.S.38.4:—also περίπνιγος, ον, Sch.Nic.Th.432.

German (Pape)

[Seite 588] ές, von allen Seiten bis zum Ersticken gedrückt, fast erstickt; Nic. Ther. 432; D. Sic. 3, 34.

Russian (Dvoretsky)

περιπνῐγής: сдавленный со всех сторон Diod.

Greek (Liddell-Scott)

περιπνῐγής: -ές, ὁ περιπνίγων, πνίγων πανταχόθεν, Νικ. Θηρ. 432, Διόδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 381. 40, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 13, 3.

Greek Monolingual

-ές, Α περιπνίγω
αυτός που πιέζεται ασφυκτικά από όλες τις πλευρές.