προικίζω
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
English (LSJ)
portion, give a dowry to, τινα D.S.16.55, Ph.2.311, etc.:—Προικιζομένη, name of a comedy by Apollod.Car.
German (Pape)
[Seite 725] ausstatten, D. Sic. 16, 56.
Russian (Dvoretsky)
προικίζω: снабжать приданым (τινά Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
προικίζω: (προὶξ) ὡς καὶ νῦν, παρθένους προικίσας Διόδ. 16, 55· τὰς παρθένους δημοσίᾳ προικίζεσθαι 20, 85· προικιζέτω τὴν παῖδ’ ὁ φθορεὺς Φίλων τ. 2, σ. 311, 22. ― Προικιζομένη, ὄνομα κωμῳδίας Ἀπολλοδ. τοῦ Καρυστ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ προίξ, -κός]
δίνω προίκα, προικοδοτώ («παρθένους προικίσας», Διόδ.)
νεοελλ.
1. χαρίζω, δωρίζω («η φύση τον προίκισε με πολλά χαρίσματα»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) προικισμένος, -η, -ο
α) (για γυναίκα) αυτή που έχει πάρει προίκα
β) (γενικά για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά φυσικά χαρίσματα
αρχ.
(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Προικιζομένη
τίτλος κωμωδίας του Απολλοδώρου του Καρυστίου.