χωνεία

Revision as of 12:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, melting and casting of metal, Plb.34.10.12, D.S.5.13.

German (Pape)

[Seite 1386] ἡ, das Schmelzen u. Gießen des Metalls, Pol. 34, 10, 12.

Russian (Dvoretsky)

χωνεία:плавка, выплавка, литье Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

χωνεία: ἡ, χώνευσις μετάλλου, καὶ χύσις, Πολύβ. 34. 10, 12, Διόδ. 5. 13. ΙΙ. ἡ βασιλικὴ χ., τὸ νομισματοκοπεῖον, Ἄννα Κομν. 1. 226.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ χωνεύω
η τήξη και η χύτευση μετάλλων, χώνευση
μσν.
νομισματοκοπείο.