θαλάσσωσις
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
-εως, ἡ, inundation, submergence, Theophrastus Fragmenta 30.3, Ph.2.174.
German (Pape)
[Seite 1183] ἡ, Meerüberschwemmung, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
θαλάσσωσις: -εως, ἡ, πλήμμυρα θαλάσσης, κατακλυσμός, καταβύθισις, Φίλων 2. 174.