σίφων
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ωνος, ὁ,= ἡ καλάμη τοῦ ἀγρίου καλάμου, Gloss.: hence,
A tube, pipe, Aen.Tact.18.10, Anon.Lond.26.51; καλάμινος σ. Dsc.Eup.2.35; esp., 1 siphon, used for drawing wine out of the cask or jar, Hippon.56, PEleph.5.4 (iii B.C.); καμπύλος σ., τουτέστι σωλήν Hero Spir.1.1. b drainage-tube for hydrocele, Gal.10.988. c pump, PLond.3.1177.129 (ii A.D.). 2 fire-engine, Apollod.Poliorc. 174.5, Hsch.: generally, service-pipe for water in houses, Str.5.3.8. 3 water-spout, Olymp. in Mete.13.15, Sch.Arat.785. 4 αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες blood-suckers, i.e. mosquitoes, AP5.150 (Mel.). 5 sens. obsc. for τὸ αἰδοῖον, E.Cyc.439 (s.v.l.). 6 = ῥυπαρὸς ἄνθρωπος, ἢ λίχνος, Hsch. 7 εἶδος θηρίου μυρμηκοειδές, Id. 8 ὄργανον σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίππους ἐπισκοποῦσι, Id. (perh. = σιρομάστης 1). [ῑ in APl.c., Juv.6.310; but ῐ E. l.c. (s. v.l.).]