μετεωροκόπος

From LSJ
Revision as of 12:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροκόπος Medium diacritics: μετεωροκόπος Low diacritics: μετεωροκόπος Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: meteōrokópos Transliteration B: meteōrokopos Transliteration C: meteorokopos Beta Code: metewroko/pos

English (LSJ)

ὁ, one who prates about high things, Cerc.4.45.

Greek Monolingual

μετεωροκόπος, ο (Α)
αυτός που φλυαρεί για υψηλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, θεατρο-κόπος.