dispersarse
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Spanish > Greek
διακόπτω, διατμήγω, διασπάω, διασκεδάννυμι, διαλύω, διοικίζω, διαψαίρω, διασκορπίζω, διασκίδνημι, ἀποσκίδνημι, διαρρέω, διαρριπτέω, διαρρίπτω, διαστέλλω, διασπείρω, διΐστημι, διαχέομαι, ἐκχέομαι