ἱδρωτήριον

From LSJ
Revision as of 06:53, 25 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱδρωτήριον Medium diacritics: ἱδρωτήριον Low diacritics: ιδρωτήριον Capitals: ΙΔΡΩΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: hidrōtḗrion Transliteration B: hidrōtērion Transliteration C: idrotirion Beta Code: i(drwth/rion

English (LSJ)

τό, sudatorium, Glossaria: pl., ἱδρωτήρια = sudorifics, Paul.Aeg.3.74.

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρωτήριον: τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ μέρος τοῦ λουτρῶνος ἔνθα ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, πυριατήριον, ὑπόκαυστον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

το (Α ἱδρωτήριον) ιδρώω
θάλαμος εφίδρωσης με την επίδραση θερμών ατμών
νεοελλ.
μέσο με το οποίο προκαλείται ιδρώτας.