μαλακιάω

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκιάω Medium diacritics: μαλακιάω Low diacritics: μαλακιάω Capitals: ΜΑΛΑΚΙΑΩ
Transliteration A: malakiáō Transliteration B: malakiaō Transliteration C: malakiao Beta Code: malakia/w

English (LSJ)

become soft, τῶν βοῶν, ἂν εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, προσαλείφειν τὰ ἄκρα τῶν κεράτων Plu.2.559f codd. (fort. μαλκίωσι); v. μαλκίω.

French (Bailly abrégé)

μαλακιῶ :
c. μαλακιέω.

German (Pape)

weichlich, schwächlich sein, αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῖνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι, Xen. Cyn. 5.2, die an den Nasen leiden oder schwache Nasen haben; μαλακιῶ τὸ σῶμα, Luc. Lexiph. 2; Plut. sagt auch ἂν οἱ βόες εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, S. N. V. 16. In B.A. μαλακιῆν durch τὸ ὑπὸ κρύους ναρκᾶν erklärt.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκιάω: (тж. μ. τὸ σῶμα Luc.) быть слабым или болезненным, прихварывать: μ. εἰς τὰς χηλάς Plut. иметь слабые или больные копыта; αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῖνας Xen. собаки с плохо развитым обонянием.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκιάω: ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Ξεν. καὶ Πλουτ. ἀντὶ μαλκίω, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκιάω: = το επόμ., σε Ξεν., Πλούτ.

Middle Liddell

μᾰλᾰκιάω, = μαλακίζομαι, Xen., Plut.]