ἀνασχινδυλεύω

From LSJ
Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασχινδῠλεύω Medium diacritics: ἀνασχινδυλεύω Low diacritics: ανασχινδυλεύω Capitals: ΑΝΑΣΧΙΝΔΥΛΕΥΩ
Transliteration A: anaschindyleúō Transliteration B: anaschindyleuō Transliteration C: anaschindyleyo Beta Code: a)nasxinduleu/w

English (LSJ)

= ἀνασκολοπίζω, Pl.R. 362a; cf. ἀνασκινδυλεύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀνασχινδα- Phryn.PS p.48
empalar ὁ δίκαιος ... ἀνασχινδυλευθήσεται Pl.R.362a, cf. Phryn.l.c. como glos. a Pl.

German (Pape)

[Seite 210] (att. für ἀνασκινδυλεύω), aufpfählen, kreuzigen, Plat. Rep. II, 362 a; s. B. A. 27.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασχινδυλεύω: сажать на кол Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασχινδυλεύω: παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἀνασκινδυλεύω, ἀνασκολοπίζω, Πλάτ. Πολ. 362Α· πρβλ. Πιερσ. Μοῖριν 360, Ρουγκ. Τίμ. 32.

Greek Monolingual

ἀνασχινδυλεύω (Α) (και μτγν. ανασκινδυλεύω)
ανασκολοπίζω, σταυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκινδύλιον (< σχίζω) «μικρό κομμάτι ξύλου»].