δύσλυτος

Revision as of 08:58, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")

English (LSJ)

δύσλυτον,
A indissoluble, δυσλύτοις χαλκεύμασι A.Pr.19; ἄκος τῶν δ. πόνων E.Andr.121 (lyr.); ὦμοι stiff, Arist.Phgn.811a4. Adv. δυσλύτως, ἔχειν X.Oec.8.13.
2 insoluble, of a problem, Luc.JTr.12, Alex.Aphr. in Metaph.223.2; αἴνιγμα Plu.Fr.25.3; hard to refute, Alex.Aphr.in Top.558.25.

Spanish (DGE)

(δύσλῠτος) -ον
I 1difícil de soltar χαλκεύματα A.Pr.19
fig. οἴστρου βρόχοι Lyc.405
tieso, rígido de los hombros, op. ὦμοι εὔλυτοι Arist.Phgn.811a4, cf. 9
de pers. inflexible, terco φιλήδονος Ph.2.269.
2 de abstr. difícil de remediar o arreglar πόνοι E.Andr.121, διαλλαγαί E.Ph.375
difícil de resolver un dilema, Luc.ITr.12, αἴνιγμα δυσεύρετον ὢν καὶ δ. Plu.Fr.136, ἀγωγαὶ ... δύσλυτοι καὶ αἰνιγματώδεις Vett.Val.232.12
neutr. subst. ὅτ' ἂν εἰς ἄπορον καὶ δ. αἱ ... πλοκαὶ τελευτήσωσιν cuando los enredos lleguen a un punto sin salida y de difícil desenlace en el teatro, Eun.Hist.18.6.37
difícil de refutar un argumento, Alex.Aphr.in Top.558.25, una hipótesis, Alex.Aphr.in Metaph.223.2.
II adv. -ως
1 con dificultad de desatar δ. ἔχει X.Oec.8.13.
2 indisolublemente σφηνοῦσθαι Gal.13.335, 15.783.

German (Pape)

[Seite 683] unlösbar, χαλκεύματα, Aesch. Prom. 19; πόνοι, Eur. Andr. 121; ὦμοι, zusammengedrängt, neben συνεσπασμένοι, Arist. physiogn. 6. – Adv., ἔχει, Xen. Oec. 8, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile ou impossible à délier, indissoluble.
Étymologie: δυσ-, λύω.

Russian (Dvoretsky)

δύσλῠτος:
1 нерасторжимый, неразрывный (χαλκεύματα Aesch.);
2 перен. (как бы) скованный (ὦμοι Arst.);
3 нескончаемый, бесконечный (πόνοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσλῠτος: -ον, δυσδιάλυτος, ἀδιάλυτος, δυσλύτοις χαλκεύμασι Αἰσχύλ. Πρ. 19· ἄκος τῶν δ. πόνων Εὐρ. Ἀνδρ. 121. ― Ἐπίρρ., δυσλύτως ἔχειν Ξεν. Οἰκ. 8, 13.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσλυτος, -ον)
1. αυτός που λύνεται δύσκολα («δύσλυτα δεσμά»)
2. αυτός για τον οποίο δύσκολα βρίσκεται λύση («δύσλυτο πρόβλημα»)
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα εξαφανίζεται («ἄκος τῶν δυσλύτων πόνων», Ευρ.)
2. όποιος δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.

Greek Monotonic

δύσλῠτος: -ον (λύω), δυσδιάλυτος, αδιάλυτος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

δύσ-λῠτος, ον [λύω]
indissoluble, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

indissoluble