ὀνόκλεια
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
German (Pape)
[Seite 348] ἡ, die Pflanze ἄγχουσα, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
autre n. de la plante ἄγχουσα.
Étymologie: ὄνος, ?
Greek (Liddell-Scott)
ὀνόκλεια: ἴδε ὀνοχειλές.
Greek Monolingual
ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α)
το φυτό άγχουσα, κν. βοϊδόγλωσσα.
Translations
alkanet
French: orcanette des teinturiers; German: Schminkwurz; French: anchuse, orcanette, orcanette des teinturiers, orcanette tinctoriale, alcanette, buglosse tinctorial; άγχουσα; Greek: άγχουσα; Ancient Greek: ἀρχέβιον, ἀρχιβδέλλιον, ἄγχουσα, ἔγχουσα, κατάγχουσα, λακχά, ὀνοκλεία, ὀνόκλεια; Korean: 알칸나; Latin: anchusa, Anchusa tinctoria; Polish: alkanna barwierska; Portuguese: alcana; Russian: алканна, алканна красильная