στιβώ

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
Sophocles, Antigone, 883

Greek Monolingual

(I)
-έω, ΜΑ στίβος
1. πατώ, περπατώ, βαδίζω
2. φρ. «πᾱν ἐστίβηται πλευρὸν» — διερευνήθηκε, εξετάστηκε κάθε πλευρά (Σοφ.).
(II)
-όω, Α
1. θλίβω, καταθλίβω
2. κολάζω («στιβώσας αὐτὸν ἡμέρας νηστειῶν... δύο», Αποστ. Διατ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στείβω /στίβος με σημ. «πατώ, πιέζω», απ' όπου «θλίβω, κολάζω», κατά τα συνηρημένα σε -όω].