ὀρειτύπος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
[ῠ], ον, (τύπτω) working in the mountains: ὀρειτύποι, acc. to Gal. 17(2).49, were wood-cutters and quarry-men, who brought down materials from the mountains:—so ὀρεοτύποι, Theophrastus HP3.3.7, 3.12.4, al. (but ὀρει- CP5.11.3); ὀροιτύποι, Nic.Th.5,377, AP7.445 (Pers.), Eleg.Alex.Adesp.1.6; cf. also ὀροτύπος.
German (Pape)
[Seite 372] in den Gebirgen hauend; Holz fällend, Pers. Theb. 7 (VII, 445), wo auf dem Grabe als Zeichen ihres Gewerbes δουροτόμοι πελέκεις abgebildet sind; Steine behauend, übh. Bergarbeit verrichtend (?). – Aber ὀρειτύποι Γίγαντες sind die Giganten, welche mit abgerissenen Bergspitzen um sich schlagen, poet. in VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειτύπος: [ῠ], -ον, (τύπτω) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἐργαζόμενος, ὀρειτύποι, κατὰ τὸν Γαλην. 9. 449C, ἦσαν οἱ λατόμοι καὶ ὑλοτόμοι οἱ καταβιβάζοντες ὑλικὸν ἐκ τῶν ὀρέων· οὕτως ὀρεοτύποι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 7., 3. 12, 4, κ. ἀλλ.· ὀροιτύποι, Νικ. Θηρ. 5, 377, Ἀνθ. Π. 7. 445· - πρβλ. ὡσαύτως ὀροτύπος.
Greek Monolingual
ὀρειτύπος και ὀρεοτύπος και ὀροιτύπος και ὀροτύπος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρεο- / ὀρο- / ὀροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκοτύπος.