Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνθρακόομαι

From LSJ
Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκόομαι Medium diacritics: ἀνθρακόομαι Low diacritics: ανθρακόομαι Capitals: ΑΝΘΡΑΚΟΟΜΑΙ
Transliteration A: anthrakóomai Transliteration B: anthrakoomai Transliteration C: anthrakoomai Beta Code: a)nqrako/omai

English (LSJ)

Pass.,
A to be burnt to cinders or ashes, κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος A. Pr.374, cf. E.Cyc.614, Theophrastus De Lapidibus 12.
II form a malignant ulcer (cf. ἀνθράκωσις), Aët.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκόομαι: παθ. (ἄνθραξ), κατακαίομαι, μεταβάλλομαι εἰς ἄνθρακα, «γίνομαι στάχτη», κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Αἰσχύλ. Πρ. 372, δαλὸς ἠνθρακωμένος κρύπτεται εἰς σποδιὰν Εὐρ. Κύκλ. 612, Θεοφρ. Λιθ. 12. Περὶ τοῦ ἐνεργ. ἴδε ἐν λ. ἀπανθρακόω, κατανθρακόω.

Greek Monotonic

ἀνθρᾰκόομαι: παρακ. ἠνθράκωμαι, Παθ., (ἄνθραξ), καίγομαι και γίνομαι στάχτη, απανθρακώνομαι, σε Αριστοφ.