ἐπισκεπής
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
ἐπισκεπές, (σκέπη) covered over, sheltered, Arist.HA616b14, Theophrastus Vent.30.
German (Pape)
[Seite 978] ές, von oben bedeckt, geschützt, καθίζει χειμῶνος ἐν εὐηλίῳ καὶ εὐσκεπεῖ Arist. H. A. 9, 16; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκεπής: укрытый, защищенный: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκεπής: -ές, (σκέπη) παρέχων σκέπην, καθίζει δὲ θέρους ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ, χειμῶνος δ’ ἐν εὐηλίῳ καὶ ἐπισκεπεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 30.
Greek Monolingual
ἐπισκεπής, -ές (Α)
σκεπαστός, αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο και το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα»)].