ἐπισκεπής

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκεπής Medium diacritics: ἐπισκεπής Low diacritics: επισκεπής Capitals: ΕΠΙΣΚΕΠΗΣ
Transliteration A: episkepḗs Transliteration B: episkepēs Transliteration C: episkepis Beta Code: e)piskeph/s

English (LSJ)

ἐπισκεπές, (σκέπη) covered over, sheltered, Arist.HA616b14, Thphr. Vent.30.

German (Pape)

[Seite 978] ές, von oben bedeckt, geschützt, καθίζει χειμῶνος ἐν εὐηλίῳ καὶ εὐσκεπεῖ Arist. H. A. 9, 16; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκεπής: укрытый, защищенный: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκεπής: -ές, (σκέπη) παρέχων σκέπην, καθίζει δὲ θέρους ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ, χειμῶνος δ’ ἐν εὐηλίῳ καὶ ἐπισκεπεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 30.

Greek Monolingual

ἐπισκεπής, -ές (Α)
σκεπαστός, αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο και το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα»)].