ἐνιπλήσσω

Revision as of 14:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Ep. for ἐμπλήσσω.

German (Pape)

[Seite 845] u. ähnl., p. = ἐμπλήσσω.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἐμπλήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιπλήσσω: Ἐπικ. ἀντὶ ἐμπλήσσω.

English (Autenrieth)

aor. subj. ἐνιπλήξω: intrans., dash into, rush into; τάφρῳ, ἕρκει, Μ, Od. 22.469.

Greek Monolingual

ἐνιπλήσσω (Α) (επικ. τ. του ἐμπλήσσω)
1. πέφτω μέσα, εμπίπτω («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» — και πέσουμε μέσα στη σκαμμένη τάφρο, Ομ. Ιλ.)
2. πλήττω, χτυπώ
3. επιτίθεμαι, εφορμώ
4. (κατά τον Ησύχ.) «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι
εμπελάσαντες, πλησιάσαντες».

Greek Monotonic

ἐνιπλήσσω: Επικ. αντί ἐμ-πλήσσω.