δυστραπελία
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
or δυστραπελεία, ἡ, difficulty of managing, D.S.4.11, 5.15; ἐν τοῖς καταγείοις Id.17.82; unhealthiness, τόπου Iamb.VP19.92.
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, die Unbeweglichkeit, bes. Unwandelbarkeit des Charakters, Störrigkeit, VLL.; D. S. 4, 11 von der Hydra, der doppelt so viel Köpfe wuchsen, als ihr abgehauen wurden; von dem Orte, ungünstiges Terrain, D. Sic. 17, 82 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυστρᾰπελία: ἡ, δυσκολία, δυσκινησία, ἀμετατρεψία, ἐπιμονή, τῆς Ὕδρας Διόδ. 4. 11, πρβλ. 5. 15· ἐπὶ κακοῦ ἐδάφους, δυσχωρία, ὁ αὐτ. 17. 82.
Greek Monolingual
δυστραπελία και δυστραπελεία, η (Α)
1. δυσκολία, δυσκινησία
2. (για έδαφος) κακοτοπιά.