ἀστροειδής
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ἀστροειδές, starlike, starry, Ph.1.485 (Sup.), Hierocl. in CA27p.483M.; ἀ. περίοδος like that of the stars, Str.3.5.8.
Spanish (DGE)
-ές
1 regido por los astros ἀ. περίοδος de la marea, Str.3.5.8.
2 semejante a las estrellas εἰς κατάταξιν ἀστροειδῆ Hierocl.in CA 27.3.
German (Pape)
[Seite 377] ές, sternartig, -ähnlich, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροειδής: -ές, ἀστεροειδής, Φίλων 1. 485· ἀστρ. περίοδος, ὁμοιάζουσα πρὸς τὴν τῶν ἀστέρων, Στράβ. 173.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀστροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με άστρο.