ἐπίφαντος

Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἐπίφαντον, in the light, alive, S.Ant.841 (lyr.); visible, manifest, Διοσκούρων ἐ. prob. in Poet. ap. Stob.1.1.31a.

German (Pape)

[Seite 999] sichtbar, noch am Leben, Gegensatz οὐκ ὀλομένα, Soph. Ant. 834, Schol. ὁρωμένη καὶ ζῶσα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on voit sur la terre, càd encore vivant.
Étymologie: ἐπιφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίφαντος: видимый, зримый, т. е. живой (οὐκ ὀλομένη - v.l. οἰχομένα - ἀλλ᾽ ἐ. Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίφαντος: -ον, (ἐπιφαίνομαι) ὁ ἐν φάει ὤν, ὁ ἐν τῷ φωτί, ὁ ζῶν, Σοφ. Ἀντ. 841, πρβλ. Valck Εὐρ. Φοιν. 1349.

Greek Monolingual

ἐπίφαντος, -ον (A) επιφαίνω
1. φανερός, ορατός («οὐχ οἰχομέναν ὑβρίζεις, άλλ’ ἐπίφαντον», Σοφ.)
2. έκδηλος, κατάδηλος.

Greek Monotonic

ἐπίφαντος: -ον (ἐπιφαίνομαι), αυτός που βρίσκεται στο φως, ζωντανός, ζωηρός, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπίφαντος, ον [ἐπιφαίνομαι]
in the light, alive, Soph.