νανούρισμα

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

το νανουρίζω
1. μονότονο τραγούδι με το οποίο αποκοιμίζονται τα μωρά
2. η ενέργεια του νανουρίζω, το αποκοίμισμα με μονότονο τραγούδι
3. (κατ' επέκτ.) είδος ήρεμης και λικνιστικής μουσικής σύνθεσης.