ψυχρολόγος

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχρολόγος Medium diacritics: ψυχρολόγος Low diacritics: ψυχρολόγος Capitals: ΨΥΧΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: psychrológos Transliteration B: psychrologos Transliteration C: psychrologos Beta Code: yuxro/logos

English (LSJ)

(parox.), ον, talking nonsense, idiotic, Sch.E.Hec. 356, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1405] kalt, frostig sprechend, frostige, übertriebene Ausdrücke brauchend, großprahlend, lügend, Schol. Eur. Hec. 356.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρολόγος: -ον, ὁ ποιούμενος χρῆσιν ψυχρῶν ἢ ἐξωγκωμένων φράσεων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 356.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που εκφράζεται με ψυχρά λόγια με ανούσιες εκφράσεις
2. (κατά τον Ησύχ.) «μηδὲν χρήσιμον λέγων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -λόγος].

Greek Monotonic

ψυχρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που χρησιμοποιεί ψυχρές φράσεις.

Middle Liddell

ψυχρο-λόγος, ον, λέγω
using frigid phrases.