ἀπομιμνήσκομαι
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
German (Pape)
[Seite 315] (s. μιμνήσκω), dep. pass., p. auch aor. med., sich erinnern, τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο, sie gedachten es ihm im Guten, Il. 24, 428; τινὶ χάριν εὐεργεσιάων Hes. Th. 503; χάριν ἀξίαν ἀπομνήσεσθαι, τινί, Thuc. 1, 137; auch im Bösen gedenken.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομιμνήσκομαι: μέλλ. -μνήσομαι: ἀόρ. -εμνησάμην: Ἀποθ., ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι, ἀναγνωρίζω, τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ, «δι’ ὃ αὐτῷ ἀπεμνημόνευσαν καὶ ἐν τῇ θανάτου γε μοίρᾳ» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ω. 428· ἀπεμνήσαντο χάριν εὐεργεσιάων..., δι’ εὐεργεσίας..., Ἡσ. Θ. 503· αὐτῷ δέ… χάριν ἀπομνήσεσθαι ἀξίαν Θουκ. 1. 137, Εὐρ. Ἄλκ. 299· πρβλ. ἀπομνημονεύω.
English (Autenrieth)
aor. ἀπεμνήσαντο: remember something in return (cf. ἀποδοῦναι), Il. 24.428†.
Greek Monolingual
ἀπομιμνῄσκομαι (Α)
1. ξαναθυμάμαι
2. αναγνωρίζω, ανταποδίδω.
Middle Liddell
Mid.:— to remember fully, χάριν ἀπ. to recognise, repay a favour, feel gratitude, Il., Thuc.