διαθροέω

Revision as of 18:30, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

English (LSJ)

spread a report, give out, ὡς Th.6.46; δ. ἐν ταῖς πόλεσιν ὅτι.., X.HG1.6.4:—Pass., D.C.53.19, 61.8.

Spanish (DGE)

divulgar, extender una noticia, hacer público c. ac. ταῦτα Th.8.91, D.C.56.46.1, πολλὰ καὶ ἄτοπα D.C.78.1
c. or. complet. διεθρόησαν ὡς χρήματα πολλὰ ἴδοιεν Th.6.46, c. ὅτι X.HG 1.6.4, D.C.44.15.3, 73.14.4
en v. pas. πάντα ... διαθροεῖται D.C.53.19.4, ὡς γεγονότα διεθροεῖτο D.C.61.8.5.

German (Pape)

[Seite 579] ein Gerücht verbreiten; Thuc. 6, 46; Xen. Hell. 1, 6, 4.

French (Bailly abrégé)

διαθροῶ :
répandre un bruit, divulguer, publier.
Étymologie: διά, θροέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-θροέω een gerucht verspreiden.

Russian (Dvoretsky)

διαθροέω:
1 распускать слух (ὡς … Thuc. и ὅτι … Xen.);
2 разносить, разглашать (τοὺς λόγους ἐν τῷ στρατοπέδῳ Plut.).

Greek Monotonic

διαθροέω: μέλ. -ήσω, διαδίδω φήμη, διαφημίζω, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαθροέω: διαδίδω φήμην, διαφημίζω, Θουκ. 6. 46· δ. ἐν ταῖς πόλεσιν, ὅτι… Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4· - τὸ παθ. παρὰ Δίωνι Κ. 53. 19., 61. 8.

Middle Liddell

fut. ήσω
to spread a report, give out, Thuc.