προμάχομαι

Revision as of 07:40, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

English (LSJ)

A fight before, fight in the front rank, ἁπάντων before all, Il.11.217, cf. 17.358, Th.6.69; οἱ προμαχόμενοι Plu.Ant.39, v.l. in D.S.18.44.
II fight for or in defence of, σοῦ Ar.V.957.

German (Pape)

[Seite 734] (s. μάχομαι), dep. med., vorkämpfen, wie das Vorige, in den vordern Reihen der Krieger kämpfen, ἁπάντων, vor Allen, Il. 11, 217. 17, 358; – vor Einem stehend kämpfen, zum Schutze Jemandes, τινός, Ar. Vesp. 957; Luc. Alex. 36. – Auch = eher als ein Anderer kämpfen.

French (Bailly abrégé)

1 combattre devant, gén.;
2 combattre pour, gén..
Étymologie: πρό, μάχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-μάχομαι vooraan strijden, voor... strijden, met gen.: ἁπάντων voor allen uit strijden Il. 11.217. voor... strijden, verdedigen, met gen.: σοῦ προμάχεται hij strijdt voor jou Aristoph. Ve. 957.

Russian (Dvoretsky)

προμάχομαι:
1 сражаться впереди (ἁπάντων Hom.): οἱ προμαχόμενοι Diod., Plut. бойцы первых рядов;
2 сражаться в защиту (τινος Arph., Luc.).

English (Autenrieth)

fight before one, Il. 11.217 and Il. 17.358.

Greek Monolingual

Α μάχομαι
1. προμαχίζω
2. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι μαχόμενος.

Greek Monotonic

προμάχομαι: [ᾰ], αποθ.,
I. μάχομαι από πριν, ἁπάντων, πριν από όλους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μάχομαι υπέρ ή για την υπεράσπιση κάποιου, τινος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προμάχομαι: [ᾰ], ἀποθ., μάχομαι ἔμπροσθέν τινος, ἐν τῇ πρώτῃ τάξει, ἤθελον δὲ πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων Ἰλ. Λ. 217, Ρ. 358· οἱ προμαχόμενοι Διόδ. 18. 44, Πλουτ. Ἀντών. 39. ΙΙ. μάχομαι ὑπέρ τινος ἢ ὑπερασπίζων τινά, τινος Ἀριστοφ. Σφ. 957.

Middle Liddell

I. Dep. to fight before, ἁπάντων before all, Il.
II. to fight for or in defence of, τινος Ar.