προεκθέω

Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A run out before, sally from the ranks, rush on, Th.7.30, J.BJ2.16.2, Arr.An.1.1.12; ἐν τοῖς δρόμοις Jul.Or.2.69d.
2 metaph., outrun, τοῦ λογισμοῦ Plu.2.446d; ὁ λόγος προεκθεῖ Ael.NA13.11.

German (Pape)

[Seite 718] (s. θέω), voran od. vorher herauslaufen, Thuc. 7, 30 u. Folgde, wie Plut.

French (Bailly abrégé)

1 s'élancer en avant;
2 fig. devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.
Étymologie: πρό, ἐκθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκθέω vooruitrennen.

Russian (Dvoretsky)

προεκθέω:
1 выбегать вперед Thuc.;
2 забегать вперед (π. τοῦ λογισμοῦ Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. (ιδίως για στρ. τμήμα) εξορμώ γρήγορα («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.)
2. μτφ. προτρέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ («προεκθεῖν τοῦ λογισμοῦ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκθέω «τρέχω έξω, εξορμώ»].

Greek Monotonic

προεκθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω έξω εκ των προτέρων, εξορμώ από τις τάξεις του στρατού, εξορμώ με γρηγοράδα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προεκθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἐκθέω, τρέχω ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., ὑπερβαίνω, προτρέχω, νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ λόγος προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run out before, sally from the ranks, rush on, Thuc.