νηυσιπέρητος
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
νηυσιπέρητον, v. ναυσιπέρατος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ναυσιπέρατος.
German (Pape)
ion. = ναυσιπέρατος, Her. 1.193, sonst auch getrennt geschr., wie 1.189.
Russian (Dvoretsky)
νηυσιπέρητος: ион. = ναυσιπέρατος.
Greek (Liddell-Scott)
νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.
Greek Monolingual
νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.
Greek Monotonic
νηυσιπέρητος: -ον, βλ. ναυσιπέρατος.
Middle Liddell
νηυσιπέρητος, ον, [v. ναυσιπέρατος.]