σαρανταποδαρούσα

From LSJ
Revision as of 11:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ.
1. κοινή ονομασία του μυριάποδου σκολόπενδρα
2. η χιλιοποδαρούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + ποδάρι + κατάλ. -ούσα (< μτχ. ρημάτων σε -ώ), πρβλ. ξανθομαλλούσα].