φιλότιμος
English (LSJ)
ον,
A loving honour or distinction, ambitious, mostly in bad sense (cf. Pl.R.347b, Arist.EN 1125b9), E.Ph.567; τὸ μαντικὸν πᾶν σπέρμα φ. κακόν Id.IA520; joined with φιλοχρήματος, Pl.Phd.68c; with φιλόνικος, Id.R.551a, etc.; also in good sense, φ. καὶ ἐλευθέριος X.Mem.2.3.16; φ. καὶ μεγαλόψυχοι Isoc.9.3:—with abstr. Nouns (in both senses), εὐ χά A.Supp.658 (lyr.); ἦθος E.Supp.907; σοφίαι φιλοτιμότεραι Κλεοφῶντος Ar.Ra.679 (lyr.); αἱ φ. τῶν φύσεων X.Oec.13.9; βίος Lys. 2.16; πολιτεία Pl.R.545b; φ. ἐπί τινι emulous in regard to, eager for distinction in... ἐπὶ σοφία, ἐπ' ἀρετῇ, Id.Prt.343c, Lg.744e; περὶ τἀναγκαῖα φιλοτιμότατος Plb.9.20.6; ἱππικὸν φιλοτιμότερον πρὸς ἀλλήλους περὶ ἀνδραγαθίας X.Eq.Mag.9.3: c. inf., φιλοτιμότατοι καλόν τι ποιεῖν ib.2.2: c. acc. modi, τὰς ψυχὰς -ότεροι ib.7.3; -ότεροι τὰ ἤθη Arist.Rh.1391a22: τὸ φ., = φιλοτιμία, E.IA22 (dub. l., anap.), 342 (troch.), Th.2.44, Pl.Lg.841c, etc. b rejoicing in worship, Νυκτὸς παῖδες A.Eu.1033 (lyr.). 2 prodigal, lavish, λαμπρὸς καὶ φ. D.21.159; munificent, generous, πρός τινα Aristeas 227 · περὶ ξένους Plu.Crass.3. 3 φιλότιμος, title of an official member of a guild or corporation at Histria, γερουσίας φ. Analele Acad.Române 38.596(pl.); so at Tomi, ὁ προστάτης καὶ δισφύλαρχος καὶ φ. Dacia1.273. 4 neut. pl., gifts, endowments, τὴν μὲν τοῖς ἑαυτῆς φ. κεκόσμηκεν Ἀφροδίτη Aristaenet.1.10. II Adv. -μως ambitiously, emulously, Lys.16.18, Is.7.39; φ. πρός τινα ἔχειν to vie emulously with... Pl.Chrm.162c; πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.85; φ. ἔχειν πρός τι to strive, exert oneself eagerly after a thing, X.Cyr.1.6.26, etc.; τὰ λοιπὰ συσπεύσας φ. zealously, PCair.Zen.62 (b) 8(iii B. C.); φ. πρὸς τοὺς λόγους διακεῖσθαι Isoc. 15.277; with public spirit, generously, IG22.505.35, etc.: Comp. φιλοτιμότερον Lys.16.20, PTeb.23.10 (ii B. C.); or -οτέρως Isoc.9.5: Sup. -ότατα Plu.Caes.3.