στόμαχος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ὁ, (στόμα)
A throat, gullet, ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ Il.3.292, cf. 19.266; κατὰ στομάχοιο θέμεθλα νύξε 17.47; = οἰσοφάγος, Arist.HA495b19 sq., 493a8, Nic.Al.22. 2 neck of the bladder, τῆς κύστιος Hp. Aër.9; or of the uterus, Id.Mul.1.18, Steril.217; τοῦ αἰδοίου Id.Mul.1.36. 3 later, orifice of the stomach,= στόμα τῆς γαστρός, τῆς κοιλίας, Plu.2.687d, Gal.6.431, 7.127; the stomach itself, 1 Ep.Ti.5.23, Dsc.5.6, Plu.2.698b, Sor.1.15, al., Gal.6.227, 15.460, M.Ant.10.31, Ath.3.79f; ἀμφοτέρας (sc. τὰς χεῖρας) ἐπὶ τοῦ σ. PMag.Leid.W.18.36; cf. Lat. stomachus. 4 anger, γέγονε σ. πρὸς δουλικὸν πρόσωπον Vett.Val.216.3; ἵνα μὴ ἔχωμεν στομάχους μηδὲ φθόνον POxy.533.14 (ii/iii A.D.).