σπουδή
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ἡ, (σπεύδω)
A haste, speed, σπουδὴν ἔχειν make haste, Hdt. 9.89; σ. ἔσται τῆς ὁδοῦ haste on the journey, Th.7.77; ὅκως ἂν αὐτὸν ὁρῶσι σπουδῆς ἔχοντα Hdt.9.66; χωρίον... οἷ σπουδὴν ἔχω whither I am hastening, Ar.Lys.288; τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν Thphr.Char.3.6; σπουδῇ in haste, v. infr. IV; σὺν σπουδῇ ταχύς S.Ph.1223; σὺν πάσῃ σ. with all dispatch, POxy.63.5 (ii/iii A.D.); διὰ σπουδῆς E.Ba.212, X.HG6.2.28, etc.; ἐκ σπουδῆς Arist.Mir.837a15; μετὰ σ. Ev.Marc.6.25, cf. Hdn.6.4.3, etc.; κατὰ σπουδήν Th.1.93, 2.90, X.An.7.6.28, etc. (but this sense freq. runs into the next). II zeal, pains, trouble, effort, ἄτερ σπουδῆς Od.21.409; σῆς ὑπὸ σ. A.Th.585; σπουδῆς οὐκ ἀξία S.OT778, cf. Pl.R.604c, etc.; freq. in dat. σπουδῇ, zealously, v. infr. IV. 3; so σὺν σπουδῇ Id.Lg. 818c; σὺν πολλῇ σ. X.An.1.8.4; ἐπὶ μεγάλης σ. Pl.Smp.192c; μετὰ πολλῆς σ. Id.Chrm.175e; σπουδὴν ποιεῖσθαι exert oneself, take pains, be eager, Th.4.30; c. inf., Hdt.3.4, 7.205; σ. πολλὴν ποιέεσθαι Id.6.107; πᾶσαν σ. ποιήσασθαι ὅπως . . PHib.1.71.9 (iii B.C.); σ. ποιεῖσθαι περί τινος Pl.Smp.177c; περί τινα ib.179d; ἐπί τινι Luc.Salt.1: c. gen., σπουδήν τινος ποιήσασθαι make much ado about . ., Hdt.1.4; σπουδαὶ λόγων κατατεινομένων zeal for the conflicting arguments, E.Hec.130 (anap.); πρός τι D.S.17.114; ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σ. ἅπασαν Pi.P.4.276; ὅτου χάριν σ. ἔθου τήνδ' S.Aj.13; σ. ἔχειν, c. inf., to be eager, Hdt.6.120; c. acc. et inf., Id.7.149; σ. ἔχειν τινός E.Alc.778, 1014; περί τινος Pl. Amat.136c; εἴς τι E.Med.557; ὅπως τι γένηται D.H.Comp.22; σ. γίγνεται περί τι Pl.Phdr.276e; σ. ἐστι περὶ πραγμάτων D.8.2; σπουδῆς καὶ βουλῆς τὰ πράγματα προσδεῖσθαι Id.9.46; ἡ σ. τῆς ἀπίξιος my zeal in coming, Hdt.5.49, cf. S.Fr.257; ὅπλων σπουδῇ with great attention to the arms, Th.6.31, cf. Pl.Lg.855d: pl., ἐπιμέλειαι καὶ σ. πλήθους γεννημάτων eagerness for . ., ib.740d; zealous exertions, E.Ion 1061 (lyr.), Arist.Rh.1370a12. b in a religious sense, zeal, πρὸς τὴν θεάν Inscr.Magn.85.12 (ii B.C.), cf.Ep.Rom.12.11; ἐνδείκνυσθαι σ. Ep.Hebr.6.11. 2 esteem, regard for a person, διὰ τὴν ἐμὴν σ. Antipho 6.41; πάνυ πολλῆς σ. ἄξιος X.Smp.1.6; good will, good offices, σ. ὑπέρ τινος 2 Ep.Cor.8.16, cf. PTeb.314.9 (ii A.D.); support in political life, Plu.Crass.7: pl., party feelings or attachments, rivalries, σ. ἰσχυραὶ φίλων περί τινος Hdt.5.5; κατὰ σπουδάς Ar.Eq.1370, Ael.VH3.8; σπουδαὶ ἐρώτων erotic enthusiasms, Pl.Lg.632a. 3 disputation, Philostr.VA4.27, 34 (in pl.). III earnestness, σ. ἔχειν, ποιεῖσθαι,= σπουδάζειν, E.Ph.901, Ar.Ra.522; σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι X.Smp.1.13, cf. 2 Ep.Cor.7.11, etc.: freq. with a Prep., in adv. sense, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις in earnest, seriously, Il.7.359, 12.233; μετὰ σπουδῆς, opp. ἐν παιδιαῖς, X.Smp.1.1; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σ. Pl.Lg.887d; οὐ σπουδῆς χάριν ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα Id.Plt.288c, cf. Smp.197e; καὶ χωρὶς σπουδῆς καὶ μετὰ σπουδῆς ἐπαινεῖν Arist.Rh.1366a29. 2 object of attention, serious engagement or pursuit, σπουδὴν ἐπ' ἄλλην Ἡρακλῆς ὁρμώμενος E.Supp.1199: pl., ἔν τε παιδιαῖς καὶ ἐν σπουδαῖς Pl.Lg.647d, cf. 732d, al. IV σπουδῇ as Adv., in haste, hastily, προερέσσαμεν Od.13.279; ἀνάβαινε 15.209; στρατιὴν ἄγειν Hdt.9.1, cf. 89; Dor., σπουδᾷ ἐξελθοῦσα IG42(1).121.21 (Epid., iv B.C.); freq. in Att., σ. πάνυ Th.8.89, etc.; σπουδῇ ποδός E.Hec.216. 2 with great exertion and difficulty, and so, hardly, scarcely, σπουδῇ ἕζετο λαός Il.2.99, cf. 5.893, Od.3.297; σ. παρπεπιθόντες Il.23.37, Od.24.119. 3 earnestly, seriously, urgently, τί με καλεῖς σπουδῇ; E.Ph.849; σπουδῇ ἀκούειν Pl.R.388d; σ. χαριεντίζεσθαι Id.Ap.24c; πάνυ σ. attentively, Id.Phd.98b; πολλῇ σ. very busily, Hdt.1.88, Ar.Th.791, X.Cyr.4.5.12, etc.; πάσῃ σ. μανθάνειν Pl.Lg.952a, etc.