μιμέομαι

From LSJ
Revision as of 19:37, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμέομαι Medium diacritics: μιμέομαι Low diacritics: μιμέομαι Capitals: ΜΙΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: miméomai Transliteration B: mimeomai Transliteration C: mimeomai Beta Code: mime/omai

English (LSJ)

fut. -ήσομαι: aor.

   A ἐμιμησάμην Pi. P.12.21, etc.: pf. μεμίμημαι (v. infr.):—imitate, represent, portray, ἔργα Γιγάντων Batr.7; φωνάς h.Ap.163; γόον Pi.P.12.21; γλώσσης ἀϋτήν A.Ch.564; τὴν τοῦ παιδὸς ὄρχησιν X.Smp.2.21; τινα Thgn.370, Hdt.4.166, Th.2.37, E.El.1037, etc.; μ.τινά τι one in a thing, Hdt.5.67; τινὰ κατὰ τὰ αἰδοῖα dub. in Id.2.104; κατὰ φωνὴν ἢ κατὰ σχῆμα Pl. R.393c; [ὀρθὴν πολιτείαν] ἐπὶ τὰ καλλίω, ἐπὶ τὰ αἰσχίονα μεμιμημένας, Id.Plt.293e; ἐπὶ τὸ σεμνόν Id.Lg.814e; ἡδοναὶ μεμιμημέναι τὰς ἀληθεῖς ἐπὶ τὰ γελοιότερα Id.Phlb.40c: c. acc. cogn., μιμήσεις πονηρὰς μ. τινά imitate him in what is bad, Id.Lg.705c, cf. Ar.Nu.1430, Pl.306; τὰ πλεῖστα μ. τὴν Κρητικὴν πολιτείαν Arist.Pol.1271b22: pf. part. μεμιμημένος, in act. sense, στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι pillars made to represent palms, Hdt.2.169, cf. Pl.Cra.414b: in pass. sense, made exactly like, portrayed, γραφῇ Hdt.2.78, 86, cf.Arist.Rh.1371b6: pres. part. in pass. sense, Pl.R.604e: fut. part. μιμηθησόμενον ib.599a: aor. part. μιμηθέν Id.Lg.668b.    II of the arts, represent, express by means of imitation, of an actor, Id.R.605c, cf.Ar.Pl.291 (lyr.); of painting and music, Pl.Plt.306d; τὴν τῶν μελῶν μίμησιν τὴν εὖ καὶ τὴν κακῶς μεμιμημένην Id.Lg.812c; of poetry, Arist.Po.1447a17, al.; of μῖμοι, represent, act, τι X.Smp.2.21.—Neither μῖμος, μιμέομαι, nor any derivs. occur in Il. or Od.:—Trag. use only pres. and fut. μῑμ-ηλάζω, = foreg., ἀγαθὸν κακῷ μ. Ph.1.557 (s. v.l.); -άζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα ib.610 (-ίζοντες codd.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 186] nachahmen; H. h. Apoll. 136, Theogn. u. Folgde; μιμήσαιτο γόον, Pind. P. 12, 21; γλώσσης ἀϋτἡν Φωκίδος μιμουμένω, Aesch. Ch. 557; μιμοῦ τρόπους πατρὸς δικαίου, Eur. Hel. 946; τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον, Rhes. 211; τὴν Κύπριν μιμήσομαι πάντας τρόπους, Ar. Plut. 291; Her. braucht μεμιμημένος pass., 2, 78. 86; μιμούμενοι ἑτέρους, dem παράδειγμα μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τινί entgegengesetzt, Thuc. 2, 37; τὰς πράξεις, Isocr. 7, 38, Dem. u. A.; τὸν Πρωτέα, Plat. Euthyd. 288 b, öfter; auch μιμήσεις πονηρὰς μιμεῖσθαι τοὺς πολεμίους, die Feinde im Schlechten nachahmen, Legg. IV, 705 c; perf. in aktivischer Bdtg, οὐ γὰρ γῆ γυναῖκα μεμίμηται Menex. 238 a, u. sonst; auch pass., τὰ πράγματα γράμμασι μεμιμημένα, Crat. 425 d (wie Ar. Lys. 159); so auch das praes., Rep. X, 604 e, u. μιμηθέν, Legg. II, 668 b; τὸ μιμηθησόμενον, Rep. X, 599 a. – Adj. verb. μιμητέος, Xen. Mem. 1, 7, 2. –[Nur Greg. Naz. hat ι auch kurz gebraucht.]