προΐστημι

From LSJ
Revision as of 19:45, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προΐστημι Medium diacritics: προΐστημι Low diacritics: προΐστημι Capitals: ΠΡΟΪΣΤΗΜΙ
Transliteration A: proḯstēmi Transliteration B: proistēmi Transliteration C: proistimi Beta Code: proi/+sthmi

English (LSJ)

fut. -στήσω: aor. 1 προὔστησα, part. προστήσας, inf. προστῆσαι.    A Causal in these tenses, as also in pres. and aor. 1 Med., set before, once in Hom., προστήσας [σε] πρὸ Ἀχαιῶν Τρωσὶ μάχεσθαι Il.4.156: c. gen., π. τὸ σῶμα τοῦ σκοποῦ put his body in the way, Antipho 3.2.4 (dub. l.), cf. Plb.1.33.7.    2 set over, ὃν ἡ πόλις ἀξιοῖ αὑτῆς προϊστάναι, v.l. for -εστάναι, Pl.La.197d.    3 exhibit publicly, prostitute, π. ἐπ' οἰκημάτων D.Chr.7.133.    II Med., mostly aor. 1, put another before oneself, choose as one's leader, Hdt.1.123, 4.80: c. gen., προΐστασθαι τουτονὶ ἑαυτοῦ take as one's guardian, Pl.R.565c, cf. 442a (cj.), 599a, D.59.37; σφῶν αὐτῶν προὐστήσαντο τιμωρὸν γενέσθαι Κηφίσιον And.1.139; στρατηγόν τινα τοῦ πολέμου π. D.Prooem. 21.    2 put before one, put in front, σκίπωνα προστήσασθαι Hdt.4.172; τὰ ἅρματα X.HG4.1.18; τὴν χεῖρα, so as to shade the eyes, Arist.Pr.960a21.    3 metaph., put forward as an excuse or pretence, use as a screen, τί τάδε προὐστήσω λόγῳ; E.Cyc.319; τὰ τῶν Ἀμφικτυόνωνδόγματα προστήσασθαι D.5.19, etc.: c. gen., [τὴν ἀτυχίαν] τῆς κακουργίας προϊστάμενος Antipho 2.3.1; τοῦ ἀγῶνος τὴν πρὸς ἔμ' ἔχθραν προΐσταται D.18.15.    4 προστησώμεθα Τύρταιον put him forward, cite him as an authority, Pl.Lg.629a.    5 prefer, value above, ὦτα τοῦ νοῦ προστησάμενοι Id.R.531b.    6 establish a thing before another, τοὺς ἀριθμοὺς τῆς ὑποστάσεως αὐτῶν (sc. τῶν ὄντων) Plot.6.6.15, cf. Procl.Inst.133.    7 manifest, ib.195, al.    B Pass., with aor. 2 Act.προὔστην: pf. προέστηκα, 2pl. προέστατε Hdt.5.49; inf. προεστάναι, part. προεστώς (v. infr.): fut. pf. προεστήξομαι, v. infr. 11.2:—aor. Pass. προεστάθην, v. infr.11.3:—come forward, v.l. for προσ- in D.60.15.    2 c.acc., approach as a suppliant, ἥ σε . . λιπαρεῖ προὔστην χερί S.El.1378; προστῆναι μέσην τράπεζαν dub. in Id.Fr.660.1 (fort. προσβῆναι):—in Hdt.1.86, προσστῆναι is restored.    3 c. dat., stand so as to face another, σοὶ γὰρ αἴας πολέμιος προὔστη ποτέ S.Aj.1133:—in Hdt.1.129, προσστάς is restored.    4 stand in public, be a prostitute, Aeschin.Ep.7.3, Vett. Val.16.7.    II c. gen., to be set over, be at the head of, τῆς Ἑλλάδος Hdt.1.69, 5.49; τῶν Ἀρκάδων τοὺς προεστεῶτας Id.6.74; esp. to be chief or leader of a party, τῶν παράλων, τῶν ἐκ τοῦ πεδίου, Id.1.59; τοῦ δήμου Id.3.82, Th.3.70, Lys. 13.7; ἡμῶν Ar.V.419; τῆς πόλεως Th.2.65; π. αὐτῶν to be their ringleader, X.An.6.2.9; π. χοροῦ, στρατεύματος, Id.Mem.3.4.3; π. τῶν πολιτειῶν head the respective parties in the state, Lys.25.9, etc.: abs., οἱ προεστῶτες, Ion. -εῶτες, the leading men, τῶν σκυθέων Hdt.4.79, cf. Th.3.11, etc.; οἱ προεστηκότες ἐν ταῖς πόλεσι X.HG 3.5.1; οἱ ἐν ταῖς πόλεσι προστάντες Th.3.82; τῷ προεστῶτι καὶ ἄρχοντι Pl.R.428e.    2 in various relations, govern, direct, οὐκ ὀρθῶς σεωυτοῦ προέστηκας you do not manage yourself well, Hdt.2.173; π. τῆς μεταβολῆς Th.8.75; τοῦ ἱεροῦ X.HG3.2.31; τοῦ ἑαυτοῦ βίου Id.Mem.3.2.2; τοῦ πράγματος D.30.18; προεστήξομαι τῆς χωνεύσεως PCair.Zen.481.9 (iii B. C.); ἐργασίας, τέχνης, Plu.Per.24, Ath.13.612a; π. ἐνδόξου καὶ καλῆς αἱρέσεως OGI219.3 (Ilium, iii B. C.).    3 stand before so as to guard, οἱ δορυφόροι Μασίστεω προέστησαν Hdt.9.107, cf. E. Heracl.306, etc.: hence, support, succour, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης S.Aj.803; ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης the champion of peace, Aeschin.2.161; πάντων προστᾶσα [δύναμις] Pl.Ti.25b; π. τινός to be his protector, GDI1726.6 (Delph., ii B. C.), PFay.13.5 (ii B. C.); τῆς ἐναντίας π. γνώμης Plb.5.5.8; τοῖσιν ἐχθροῖς προὐστήτην φόνου were the authors of . ., S.El.980; π. [νόσου] E.Andr.221: abs., βέλεα . . ἀρωγὰ προσταθέντα S.OT206(lyr.).

German (Pape)

[Seite 726] (s. ἵστημι), vorstellen, an die Spitze stellen, als Anführer zur Vertheidigung voranstellen, τινά, Il. 4, 156; ὃν ἡ πόλις ἀξιοῖ αὑτῆς προϊστάναι, Plat. Lach. 197 d; – τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῦ κέρατος προέστησε, Pol. 1, 33, 7, er stellte sie voran. – Im med. u. in den intrans. tempp. sich vorstellen; προστῆναί τινα, vor Einen, zu ihm herantreten, Soph. El. 1370; τινί, Her. 1, 129; auch geistig, vor die Seele treten, ὥς μιν προστῆναι τοῦτο, 1, 86; häufiger sich an die Spitze stellen, als Vörsteher, Anführer über Etwas gesetzt sein, vorstehen, regieren, verwalten, τινός, Her. 5, 49; οὐκ ὀρθῶς σεωυτοῦ προέστηκας, nicht recht beherrschest du dich selbst, 2, 173; οἱ προεστῶτες, die Vorgesetzten, Vorsteher, 4, 79; τοῦ δήμου προεστάναι, Thuc. 6, 28. 8, 65 u. öfter. Vgl. noch Plat. οἱ φάσκοντες προεστάναι τῆς πόλεως καὶ ἐπιμελεῖσθαι, Gorg. 520 a; τῷ προεστῶτι καὶ ἄρχοντι, Rep. IV, 428 e; Folgende überall. Auch sich vor Einen zum Schutze hinstellen, ihn vertheidigen, sich seiner annehmen, τινός, Her. 9, 107; τὸν προστάντα τῆς εἰρήνης, Aesch. 2, 161; φίλων, Plut. Dio 26; φίλοι, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης, Soph. Ai. 790, helfet gegen (aber ὣ τοῖσιν ἐχθροῖς προὐστήτην φόνου ist = den Mord bereiten, El. 968; u. Ai. 1112, ἦ σοὶ γὰρ Αἴας πολέμιος προὔστη ποτέ, ist es = stand dir feindlich gegenüber); vgl. Eur. Androm. 221. – Das pass. προσταθέντα = προστάντα, Soph. O. R. 206. – Das med. auch im praes. u. aor. vor sich hinstellen, z. B. σκίπωνα, Her. 4, 172; für sich zum Vorsteher machen, προστησώμεθα Τύρταιον Plat. Legg. I, 629 a, u. Sp., wie Luc. Pisc. 23; προΐστασθαι τέχνης, Ath. XIII, 612 a, einer Kunst vorstehen, sie betreiben; προέστασαν τῆς ἐναντίας γνώμης, Pol. 5, 5, 8, sie standen an der Spitze der Meinung, vertraten diese, προΐσταται τουτονὶ αὑτῆς, sie macht diesen zu ihrem Vormunde, Dem. 59, 38; dah. vorziehen, Plat. Rep. VII, 531 b; aber προστησάμενος τούτους, Dem. 46, 9, ist = nachdem er diese hat vor sich hintreten lassen, sich hinter sie gesteckt hat, also vorschieben; daher auch vorschützen, τὸ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγμα προστησάμενοι, 5, 19; τοῦ ἀγῶνος τὴν πρὸς ἐμὲ ἔχθραν προΐσταται, 18, 15, u. sonst; προΐστασθαι ἀτυχίαν τῆς κακουργίας, Antiph. 2 γ 1.