δουλιχόδειρος
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ον, Ion. for δολιχόδ-.
German (Pape)
[Seite 661] s. δολιχόδειρος; δουλιχόεις, s. δολιχόεις.