καραδοκέω
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
A wait for the outcome of, κ. τὴν μάχην, τὸν πόιεμον τῇ πεσέεται, wait to see how the battle will end, Hdt.7.163,168; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται Id.8.67; τἀκεῖθεν οἷ προβήσεται E.Med.1117; ἀδήλους ἐλπίδας Trag.Adesp.16; τἀνθένδε E.Heracl.279; ἀγῶνας Id.Hel.739; κ. ὅταν στράτευμα . . ἐξιῇ κάλως Id.Tr.93: simply, wait for, αὔραν ἱστίοις κ. ib.456(troch.); παρουσίαν τινός Id.IA1432; τἀπιόντα τραύματα Id.IT313, etc.; τὰ προσταχθησόμενα X.Mem.3.5.6: freq. in later Prose, κ. τὸν καιρόν Plb.1.33.11, al.; τὸ μέλλον Cic.Att.9.10.8; τινα Zos.3.15, PMasp.2.2 (vi A.D.); also κ. εἴς τινα look expectantly at one, Ar.Eq.663.
German (Pape)
[Seite 1325] eigtl. mit aufgerichtetem, hingerecktem Kopfe nach Etwas hinsehen, lauern, aufpassen, aufmerken, erwarten; καραδόκει ὅταν στράτευμ' Ἀργείων ἐξίῃ Eur. Tr. 93; αὔραν ἱστίοις 456; σάλπιγγος αὐδὴν προσδοκῶν καραδοκεῖ Rhes. 114; τἀπιόντα τραύματα I. T. 313; πέμπει Κάδμον καραδοκήσοντα τὴν μάχην ᾗ πεσέεται Her. 7, 163; καραδοκοῦντες τὰ προσταχθησόμενα Xen. Mem. 3, 5, 6; Sp., τὸν καιρόν, τὸ μέλλον, Pol. 1, 33, 11. 2, 52, 6; – Ar. vrbdt ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ' ἡ βουλὴ πάλιν, Equ. 661, sah auf mich.